- νεοπλουτισμός
- ο спесь, тщеславие, кичливость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεοπλουτισμός — ο συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τον νεόπλουτο, η επίδειξη τού πλούτου με διάφορους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεόπλουτος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek